Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η Ινδιάνα

См. также в других словарях:

  • Ινδιάνα — Πόλη των ΗΠΑ. Βλ. λ. Ιντιάνα …   Dictionary of Greek

  • ινδιάνος — ό και θηλ. ινδιάνα 1. (ως εθν. όν.) Ινδιάνος, α ιθαγενής κάτοικος τής Αμερικής, ερυθρόδερμος β) σπαν. ο κάτοικος τής Ινδίας, ο Ινδός 2. το πτηνό ινδόρνις, γαλοπούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Indian < India. Η σημ. τής …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • Γιούρεϊ, Χάρολντ Κλέιτον — (Harold Clayton Urey, Βάλκερτον, Ινδιάνα 1893 – 1981). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε ζωολογία και χημεία και για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε μαζί με τον χημικό Μπορ στην Κοπεγχάγη. Έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και… …   Dictionary of Greek

  • Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… …   Dictionary of Greek

  • Μπράντο, Μάρλον — (Marlon Brando, Νεμπράσκα 1924 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Αρρενωπός, με αθλητικό παράστημα και καλή άρθρωση, έγινε ένα από τα σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς κατακτώντας τη δημοσιότητα με τρόπο τέτοιο που… …   Dictionary of Greek

  • Οχάιο — I (Ohio). Ομόσπονδη Πολιτεία (106.765 τ. χλμ., 10847115 κάτ.) των ανατολικών ΗΠΑ. Βρέχεται προς τα Β από τη λίμνη Ήρι, που τη χωρίζει από τον Καναδά και συνορεύει με την Πενσυλβανία προς τα Α, τη δυτική Βιρτζίνια προς τα ΝΑ, το Κεντάκυ προς τα Ν …   Dictionary of Greek

  • Σάνδη, Γεωργία — (Sand, ψευδώνυμο της Armandine Aurore Dupin). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι 1804 Νοάν, Εντρ 1876). Στα 18 της χρόνια παντρεύτηκε το βαρώνο Ντυντεβάν, απόστρατο συνταγματάρχη από τον οποίο χώρισε το 1831· στο μεταξύ είχε αρχίσει να γράφει.… …   Dictionary of Greek

  • Σλίφερ, Βέστο Μέλβιν — (Slipher). Αμερικανός αστρονόμος (Κλίφτον Κάουντι, Ινδιάνα 1875 Φλάγκσταρ, Αριζόνα 1969). Ήταν ερευνητής και, από το 1926 ως το 1952 διευθυντής του αστεροσκοπείου Λόουελ του Φλάγκσταφ. Ανακάλυψε, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των κάτοπτρων, την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»